σολοικοφανῶς

σολοικοφανῶς
σολοικοφανής
like a solecism
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σολοικοφανής — ές, Α αυτός που μοιάζει με σολοικισμό, αυτός που φαίνεται σόλοικος («σολοικοφανεῑς σχηματισμοί», Διον. Αλ.). επίρρ... σολοικοφανῶς Μ κατά σολοικοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”